πυθμένιο

πυθμένιο
το / πυθμένιον, ΝΜΑ [πυθμήν, -ένος]
μικρός πυθμένας
νεοελλ.
κυκλικός πυθμένας βλήματος ή κάλυκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • περίχευμα — το, Ν [περιχεύω] στρ. η κυκλική προεξοχή τού φυσιγγίου, γύρω από το πυθμένιο, η οποία εφαρμόζει στην αντίστοιχη κυκλική εκσκαφή τής κάννης όπλου ή τού κεντρικού σωλήνα πυροβόλου …   Dictionary of Greek

  • ασφάλειας, μηχανισμός — Στα διάφορα όπλα, όπως και σε άλλα πεδία της τεχνικής, η διάταξη που εμποδίζει την πρόωρη λειτουργία ενός ορισμένου μηχανισμού. Έτσι, π.χ. στους πυροσωλήνες των οβίδων, η αδράνεια των κινητών εσωτερικών μαζών ή η φυγόκεντρη δύναμη θέτουν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”